διδακτήριος
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ον, = διδακτικός (apt at teaching) ; τὸ διδακτικόν proof, Hp. Acut. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.
Greek Monolingual
-ια, -ο (Α -ος, -ον) διδάσκω
διδακτικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
σχολικό κτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
απόδειξη («ἀλλ' αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ).