προσήϊξαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
v. προσέοικα.
French (Bailly abrégé)
v. προσεΐκω ou προσεΐσκω.
Russian (Dvoretsky)
προσήϊξαι: 2 л. sing. pf. к * προσεΐσκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσήϊξαι indic. perf. med. 2 sing. van προσέοικα.