καββάς

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καββάς Medium diacritics: καββάς Low diacritics: καββάς Capitals: ΚΑΒΒΑΣ
Transliteration A: kabbás Transliteration B: kabbas Transliteration C: kavvas Beta Code: kabba/s

English (LSJ)

v. καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.

Greek Monolingual

καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.

Greek Monotonic

καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.