καββάς
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
v. καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.
Greek Monolingual
καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.
Greek Monotonic
καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.