προκάτημαι
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
Ionic for προκάθημαι.
German (Pape)
[Seite 729] ion. = προκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προκάτημαι: ион. = προκάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκάτημαι Ion. voor προκάθημαι.