προὔχω
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
contr. for προέχω.
German (Pape)
[Seite 795] statt προέχω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.
English (Autenrieth)
προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.
Greek Monolingual
Α
βλ. προέχω.
Greek Monotonic
προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο, συνηρ. αντί προ-έχ-.