στύμος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στέλεχος, κορμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στύπος και έχει σχηματιστεί με κατάλ. -μος αναλογικά προς το κορ-μός ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για μια παλιά εναλλαγή π/μ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η περίπτωση να πρόκειται για εσφ. γρφ.].