ταὐτοφωνία

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτοφωνία Medium diacritics: ταὐτοφωνία Low diacritics: ταυτοφωνία Capitals: ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: tautophōnía Transliteration B: tautophōnia Transliteration C: taftofonia Beta Code: tau)tofwni/a

English (LSJ)

ἡ, v. ταὐτόφωνος.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp.

Greek Monolingual

η / ταὐτοφωνία, ΝΜ ταὐτόφωνος
νεοελλ.
1. δυσάρεστη επανάληψη τών ίδιων φθόγγων, συλλαβών ή γραμμάτων
2. απουσία διαστήματος μεταξύ δύο φθόγγων που εκφέρονται συγχρόνως
3. μουσ. η απόδοση του ίδιου ήχου από δύο ή περισσότερες φωνές ή όργανα
μσν.
το να έχει κανείς την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.