ἐέλπομαι
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Epic for ἔλπομαι.
German (Pape)
[Seite 717] ep. = ἔλπομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐέλπομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἔλπομαι.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἔλπομαι.
English (Autenrieth)
see ἔλπομαι.
Spanish (DGE)
v. ἔλπω.
Greek Monotonic
ἐέλπομαι: Επικ. αντί ἔλπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐέλπομαι: эп. med. к ἔλπω.