ἐπήλυτος
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ον, = ἐπηλύτης.
German (Pape)
[Seite 920] angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
survenu, qui survient.
Étymologie: cf. ἔπηλυς.
Greek Monolingual
ἐπήλυτος, -ον (Α)
ἔπηλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι») + -τος. Το -η- του -ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπήλῠτος: Xen. = ἔπηλυς I, 2.