χοιρόκτονος

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρόκτονος Medium diacritics: χοιρόκτονος Low diacritics: χοιρόκτονος Capitals: ΧΟΙΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choiróktonos Transliteration B: choiroktonos Transliteration C: choiroktonos Beta Code: xoiro/ktonos

English (LSJ)

ον, καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A. Eu. 283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id. Fr. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne un cochon tué ou offert en sacrifice.
Étymologie: χοῖρος, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τελείται με σφαγή χοίρου (α. «χοιρόκτονοι καθαρμοί» — εξαγνισμοί που γίνονταν με θυσία χοίρου, Αισχύλ.
β. «αἷμα χοιρόκτονον» — αίμα σφαγμένου χοίρου, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. ταυρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

χοιρόκτονος: связанный с закланием свиньи: καθαρμοὶ χοιρόκτονοι Aesch. очищение посредством принесения в жертву свиньи; αἷμα χοιρόκτονον Aesch. кровь заколотой свиньи.