διαπαρθενεύω
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
deflower a maiden, Hdt. 4.168 (Pass.), Diocl.Com. 16, Antiph. 75, Alex. 314.
German (Pape)
[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρθενεύω: ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, διαφθείρω κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
violer une jeune fille.
Étymologie: διά, παρθενεύω.
Syn. διακορέω.
Spanish (DGE)
1 desflorar, desvirgar αὐτήν LXX Ez.23.8, τὴν κόρην Aesop.305, με Alciphr.4.17.4, abs. Alex.315, Antiph.76, en v. pas., Hdt.4.168, Diocl.Com.16, Plu.Rom.4, 2.242c, Procop.Arc.5.21
•en v. med. mismo sent. Vit.Aesop.G 131.
2 mantener virgen Phot.δ 397.
Greek Monolingual
(Α διαπαρθενεύω)
διακορεύω, ξεπαρθενεύω.
Greek Monotonic
διαπαρθενεύω: μέλ. -σω, διακορεύω παρθένα γυναίκα, σε Ηρόδ.