πορνότριψ

From LSJ
Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνότριψ Medium diacritics: πορνότριψ Low diacritics: πορνότριψ Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΙΨ
Transliteration A: pornótrips Transliteration B: pornotrips Transliteration C: pornotrips Beta Code: porno/triy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Phryn. 389, Thom.Mag. p. 291R.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό-τριψ, σκευό-τριψ].