Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πριαπισμός

From LSJ
Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριαπισμός Medium diacritics: πριαπισμός Low diacritics: πριαπισμός Capitals: ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: priapismós Transliteration B: priapismos Transliteration C: priapismos Beta Code: priapismo/s

English (LSJ)

ὁ, priapism, Gal. 8.448, 13.318, Alex.Trall. 11.8.

German (Pape)

[Seite 700] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. κατάσταση συνεχούς γενετήσιου οργασμού και, ιδίως, συχνή ή συνεχής στύση του ανδρικού αιδοίου
2. (κατ' επέκτ.) λαγνεία
νεοελλ.
ιατρ. επίμονη και επώδυνη στύση του πέους χωρίς να συνοδεύεται από σεξουαλική διέγερση ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίζω. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. priapism].