μυλλίζω

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλλίζω Medium diacritics: μυλλίζω Low diacritics: μυλλίζω Capitals: ΜΥΛΛΙΖΩ
Transliteration A: myllízō Transliteration B: myllizō Transliteration C: myllizo Beta Code: mulli/zw

English (LSJ)

v. μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.

German (Pape)

[Seite 217] = μυλλαίνω, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μυλλίζω: μυλλαίνω, Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

c. μυλλαίνω.

Greek Monolingual

μυλλίζω (Α)
μυλλαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυλλαίνω κατά τα ρ. σε -ίζω].