θάτερος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
θατέρα, Later masc. and fem. for ἕτερος.
Greek Monolingual
θάτερος, -έρα, -ον (AM)
έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).
επίρρ...
θατέρως (Α)
1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος της αντ. έτερος].