ἕεστο
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
Epic 3 sg. plpf. Pass. of ἕννυμι.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἕεστο: Ἐπ. γ΄ ἑν. παθ. ὑπερσ. τοῦ ἕννυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕεστο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἕεστο: эп. 3 л. sing. ppf. к ἕννυμι.