κολλόροβον

From LSJ
Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλόροβον Medium diacritics: κολλόροβον Low diacritics: κολλόροβον Capitals: ΚΟΛΛΟΡΟΒΟΝ
Transliteration A: kollórobon Transliteration B: kollorobon Transliteration C: kollorovon Beta Code: kollo/robon

English (LSJ)

τό, A shepherd's staff or crook, BGU759.13 (ii A.D., written κολλωρ-); applied to the so-called club of Orion and Bootes (which has this form), Hipparch.1.7.15, 2.6.1b, Ptol.Alm.7.5, 8.1. II masc. and neut., dub. sens., apptly. a weight or a coin, Sammelb.6954. III pl., v.l. for κιλλοβόροι in Poll.1.143. IV κολόροβοι, gloss on σκοιά, Hsch.; κολόροβον, gloss on κορύνη, Id.

Greek Monolingual

κολλόροβον και κολόροβον, τὸ (Α)
1. ποιμενικὴ ράβδος
2. πιθ. ένδειξη βάρους
3. είδος νομίσματος
4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον—εάν η γραφή αυτή είναι σωστή— είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον.

Frisk Etymological English

See also: s. καλαῦροψ