κατάτρησις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
εως, ἡ, A aperture, mostly pl., Epicur. ap. Placit.2.20.14, Dsc.5.102, Gal.7.728, al., Erot. s.v. σπόγγοι.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Durchbohren, Sp.; das Loch, Epicur. bei Plut. plac. phil. 2, 20 E.
Greek (Liddell-Scott)
κατάτρησις: -εως, ἡ, διάτρησις, τὸ διὰ μέσου τρυπᾶν, ὀπή, ἄνοιγμα, γήϊνον πύκνωμα κισηροειδὲς ταῖς κατ. εἶναι τὸν ἥλιον Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 890C· τερηδὼν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς Γαλην.· αἱ τῶν ῥινῶν κατατρήσεις Θωμ. Μάγιστρ. σ. 784· αἱ τῶν σφηκῶν κατατρήσεις Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trou.
Étymologie: κατατιτράω.
Russian (Dvoretsky)
κατάτρησις: εως ἡ отверстие, дыра Epicur. ap. Plut.