τυννός

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυννός Medium diacritics: τυννός Low diacritics: τυννός Capitals: ΤΥΝΝΟΣ
Transliteration A: tynnós Transliteration B: tynnos Transliteration C: tynnos Beta Code: tunno/s

English (LSJ)

ά, όν, Dor. for μικρός, A so small, so little, Call.Fr.420, Theoc.24.139, IGRom.4.235.2 (Mysia); ἐκ τυννῶν (ἐκ τιτυννῶν codd., corr. Ruhnken) from childhood, Suid. s.v. ἐκ τιτυννῶν.

Greek (Liddell-Scott)

τυννός: -ή, -όν, Δωρικ. ἀντὶ μικρός, τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Καλλ. Ἀποσπ. 420, Θεόκρ. 24. 137· ἐκ τυννῶν, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, ἐκ παίδων, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
petit.
Étymologie: DELG mot dorien, d’origine familière et expressive.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.)
1. τόσο μικρός, τόσο λίγος
2. φρ. «ἐκ τυννῶν»
(κατά το λεξ. Σούδα) από την παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- (βλ. και λ. τυτθός)].

Greek Monotonic

τυννός: -ή, -όν, Δωρ. αντί μικρός, τόσο μικρός, τόσο λίγος, Λατ. tantillus, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυννός -ά -όν [~ τυτθός] Dor. klein.

Russian (Dvoretsky)

τυννός: дор. маленький, скудный (δόρπον Theocr.).

Middle Liddell

τυννός, ή, όν [doric for μικρός
so small, so little, Lat. tantillus, Theocr.

Frisk Etymology German

τυννός: {tunnós}
Meaning: klein, gering (Kall., Theok. u.a.),
Derivative: τυννοῦτος, -ί so klein (Ar.), nach τηλικοῦτος.
Etymology : Familiäres Wort mit hypokoristischer Gemination; vgl. τυτθός.
Page 2,945