κροκάλη

From LSJ
Revision as of 10:10, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκάλη Medium diacritics: κροκάλη Low diacritics: κροκάλη Capitals: ΚΡΟΚΑΛΗ
Transliteration A: krokálē Transliteration B: krokalē Transliteration C: krokali Beta Code: kroka/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A = κρόκη 11, AP7.479 (Theodorid.): pl., sea-shore, beach, E.IA210 (lyr.), AP7.651 (Euph.), 6.186 (Diocl.); κροκάλην… ἠϊόνα ib.7.294 (perh. f.l. for ἠϊόνος) (Tull. Laur.): in late Prose, Agath.2.2.

German (Pape)

[Seite 1511] ἡ, abgerundeter, abgespülter Kiesel am Meeresufer, u. das Ufer selbst; παρὰ κροκάλαις Eur. I. A. 211; öfter in der Anth., wie Phani. 5 (VI, 299); παρ' ἠϊόνων κροκάλαισιν Iul. Diocl. 2 (VI, 186); Σικελική Agath. 57 (X, 14).

Greek (Liddell-Scott)

κροκάλη: ᾰ, ἡ, = κρόκη ΙΙ, Ἀνθ. Π. 7. 479· πληθ., «τὰς κρόκας, ὅ ἐστι τὰς αἰγιαλίτιδας ἄμμους αἳ λέγονται καὶ κροκάλαι» (Εὐστ. 855, 51)· παρὰ κροκάλοις δρόμον ἔχοντα Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 211, Εὐφορ. Ἐπ. 1, Ἀνθ. Π. 6. 186, κτλ.· κροκάλην... ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ ἠιόνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκάλαι· ψῆφοι. ἀκταί. ἄμμος».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bord de la mer, grève.
Étymologie: DELG skr. sárkara « galet, gravier ».

Greek Monolingual

η (Α κροκάλη)
βότσαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)].

Greek Monotonic

κροκάλη: [ᾰ], ἡ, βότσαλο, ταβανοσανίδα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κροκάλη: (ᾰ) ἡ1) голыш, галька: αἰών μ᾽ ἔτριψεν κροκάλαις ἴσον Anth. время обточило меня словно (море) гальку;
2) тж. pl. морской берег, взморье (Σικελική Anth.): παρὰ κροκάλαις Eur. на берегу моря.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκάλη -ης, ἡ kiezelsteen; plur. strand.

Middle Liddell

κροκᾰ́λη, ἡ,
a pebble, shingle, Anth.