κάπη

From LSJ
Revision as of 10:17, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπη Medium diacritics: κάπη Low diacritics: κάπη Capitals: ΚΑΠΗ
Transliteration A: kápē Transliteration B: kapē Transliteration C: kapi Beta Code: ka/ph

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κάπτω) A crib, manger, (ἵππους) κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.

Greek (Liddell-Scott)

κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.

English (Autenrieth)

pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.

Greek Monolingual

κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].

Greek Monotonic

κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτωφάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κάπη: (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.

Frisk Etymological English

See also: s. κάπτω.

Middle Liddell

κᾰ́πη, ἡ, [v. κάπτω
a crib for the food of cattle, manger, Hom.

Frisk Etymology German

κάπη: {kápē}
Grammar: f.
Meaning: Krippe
See also: s. κάπτω.
Page 1,780