χαρακτηρικός

From LSJ
Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρικός Medium diacritics: χαρακτηρικός Low diacritics: χαρακτηρικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktērikós Transliteration B: charaktērikos Transliteration C: charaktirikos Beta Code: xarakthriko/s

English (LSJ)

A = χαρακτηριστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].