ἀνεκάς
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
Adv. A upwards, ὅταν . . μοῖρα πέμπῃ ἀ. ὄλβον Pi.O.2.22; ἀσπίδα φέρειν . . ἀ. ἐς τὸν οὐρανόν Ar.V.18, cf. Fr.188; [τρέπειν] τὸν αὐχέν' ἐκ γῆς ἀ. Crates Com.10; ἀ. δ' ἐπήρω τὸ σκέλος Eup.50, cf. Pherecr.169 (Valck.); εἰς τὸ ἀ. Hp.Mul.1.1. (Plu.Thes.33 wrongly derives the name of the Ἄνακες from this word, τὸ γὰρ ἄνω τοὺς Ἀττικοὺς ἀνέκας (sic) ὀνομάζειν καὶ ἀνέκαθεν τὸ ἄνωθεν, cf. Num.13: but -κάς perh. as in ἀνδρα-κάς (A) (q.v.), ἑ-κάς : ἀνεκάς does not contain ἑκάς; ἀνεκάς· ψιλῶς, Phot.p.129.13 R., i.e. not ἀνηεκάς.)
German (Pape)
[Seite 221] (nach VLL. auch ἄνεκας, was Apoll. de adv. 570 tadelt), nach oben, empor, πέμπω Pind. Ol. 2, 22; εἰς οὐρανόν Ar. Vesp. 18; Plut. Thes. 33 τὸ γὰρ ἄνω οἱ Ἀττικοὶ ἀνεκὰς ὀνομάζουσιν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκάς: ἐπίρρ., πρὸς τὰ ἄνω, εἰς ὕψος, Λατ. sursum, ὅταν... Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον Πινδ. Ο. 2. 38· ἀσπίδα φέρειν... ἀν. ἐς τὸν οὐρανὸν Ἀριστοφ. Σφ. 18, πρβλ. Ἀποσπ. 234· [τρέπειν] τὸν αὐχέν’ ἐκ γῆς ἀνεκ., εἰς αὐτοὺς βλέπων, Κράτης ἐν «Ἥρωσι» 3· ἀνεκάς τ’ ἐπαίρω καὶ βδελυρὸς σὺ τὸ σκέλος Εὔπολ. ἐν Αὐτολύκῳ 9· τὸ χωρίον τοῦτο τοῦ Εὐπόλιδος πάνυ ἐπιτυχῶς διορθοῖ ὁ Κόντος: ἀνεκάς τε πηρὸς καὶ βδελυρὸς εἶ τὸ σκέλος (Ἀθηνᾶ τόμ. Α΄, σ. 194)· πρβλ. Φερεκρ. Ἄδηλ. 80. [Ὁ Πλούτ. ἐν Θησ. 33 παράγει ἐκ ταύτης τῆς λέξεως τὸ ὄνομα Ἄνακες, τὸ γὰρ ἄνω τοὺς Ἀττικοὺς ἀνέκας ὀνομάζειν καὶ ἀνέκαθεν τὸ ἄνωθεν, περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ ἀνέκας ἰδὲ σημ. Κοραῆ ἐν τῷ Α΄ τόμ. τῶν Παραλλ. τοῦ Πλουτ. σ. 365 τῆς ἰδίας ἐκδ.· πρβλ. Νουμ. 13. Ἐκ τῶν χωρίων τούτων καὶ τῶν τύπων ἀνάκανδα παρ’ Ἡσυχ., ἀνάκαρ παρὰ Γαλην. Γλωσς. Ἱππ., ὁ Σναϊδεβ. (Φιλολ. 3, σ. 119) ὑποπτεύει ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο ἀνακάς, καὶ ὅτι δὲν εἶναι, ὡς κοινῶς ὑπολαμβάνεται, σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ τοῦ ἑκάς].
French (Bailly abrégé)
adv.
en haut.
Étymologie: ἀνά, ἑκάς.
English (Slater)
ᾰνεκάς
1 upwards ὅταν θεοῦ μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν (ἀνακὰς coni. Schneidewin ex Hesych.) (O. 2.22)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰνεκᾰ-]
adv.
1 hacia arriba ἀσπίδα φέρειν ... ἀ. ἐς τὸν οὐρανόν Ar.V.18, cf. Fr.188 (τρέπειν) τὸν αὐχέν' ἐκ γῆς ἀ. Crates Com.10, ἀ. δ' ἐπήρω ... τὸ σκέλος Eup.50, cf. Pherecr.169 (cj.)
•fig. ὅταν ... Μοῖρα πέμπῃ. ἀ. ὄλβον cuando la Moira envía hacia lo alto (nuestra) dicha Pi.O.2.22.
2 subst. lo alto, arriba τὸ ἀ. Hp.Mul.1.1.
Greek Monolingual
ἀνεκάς επίρρ. (Α) εκάς
προς τα πάνω, πολύ ψηλά, σε ύψος.
Greek Monotonic
ἀνεκάς: επίρρ., προς τα πάνω, σε ύψος, Λατ. sursum, σε Πίνδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκάς: adv. вверх, ввысь (πέμπειν τι Pind.; ἀσπίδα φέρειν Arph.).