μίμησις

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμησις Medium diacritics: μίμησις Low diacritics: μίμησις Capitals: ΜΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: mímēsis Transliteration B: mimēsis Transliteration C: mimisis Beta Code: mi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A imitation, Ar.Th.156, Th.1.95, Pl.Grg. 511a, etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.Ra.109; reproduction of a model, Dionys. ap. Syrian.in Hermog.1.3 R. II representation by means of art, Pl.Sph.265b, R.598b, al.; esp. of dramatic poetry, Arist.Po.1447a22, al. 2 representation, portrait, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Hdt.3.37, cf. Hp.Vict.1.21.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, das Nachahmen, die Nachahmung; Ar. Th. 156; Thuc. 1, 95; öfter bei Plat., καὶ ἀπεικασία, Critia. 107 b; Folgde, wie Luc. u. Plut., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μίμησις: [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης παράστασις, Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) παράστασις, εἰκών, ὁμοίωμα, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 imitation;
2 représentation, image, portrait;
3 représentation théâtrale.
Étymologie: μιμέομαι.

Greek Monotonic

μίμησις: [ῑ], ἡ,
I. αντιγραφή, απομίμηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· κατὰ σὴν μίμησιν, σε μιμούμαι, σε Αριστοφ.
II. αναπαράσταση με τα μέσα της τέχνης, σε Πλάτ.· αναπαράσταση, εξεικόνιση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μίμησις: εως (μῑ) ἡ
1) подражание, воспроизведение, подобие (τυραννίδος Thuc.): κατὰ σὴν μίμησιν Arph. в подражание тебе; ἡ μ. ποίησίς τίς ἐστιν Plat. подражание есть вид творчества;
2) изображение (πυγμαίου ἀνδρός Her.).

Middle Liddell

μῑ́μησις, ιος, ἡ, [from μιμέομαι
I. imitation, Thuc., Plat., etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.
II. representation by means of art, Plat.: a representation, portrait, Hdt.

English (Woodhouse)

imitation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)