ἀλωπέκειος

From LSJ
Revision as of 13:15, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπέκειος Medium diacritics: ἀλωπέκειος Low diacritics: αλωπέκειος Capitals: ΑΛΩΠΕΚΕΙΟΣ
Transliteration A: alōpékeios Transliteration B: alōpekeios Transliteration C: alopekeios Beta Code: a)lwpe/keios

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἀλωπέκεος, η, ον, A of a fox, στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. Orib.45.29.36. II ἀλωπεκέη, Att. contr. ἀλωπεκῆ (sc. δορά), fox-skin, Hdt.7.75: prov., ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν Plu.Lys.7.

German (Pape)

[Seite 113] vom Fuchs, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. (ἀλώπηξ) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται δορά), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. -εος, -έη, -εον Hdt.7.75; át. contr. ἡ ἀλωπεκῆ Com.Adesp.425A

• Prosodia: [ᾰ-]
1 de zorra στέαρ Gal.14.331, λίπος Philum. en Orib.45.29.36.
2 subst. ἡ ἀλωπεκέη gorro de piel de zorra Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο Hdt.l.c.
piel de zorra prov. ἂν μὴ λεοντῆ <δ'> ἐξίκητ', ἀλωκῆν πρόσαψον si no llega la piel de león, ata una de zorra e.d. si no tienes el valor o la fuerza suficiente, recurre a la astucia, Com.Adesp.l.c., cf. Plu.Lys.7, Polyaen.2.10.5.

Greek Monolingual

ἀλωπέκειος, -εία, -ειον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ειος].

Greek Monotonic

ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ιων. -εος, , -ον (ἀλώπηξ), λέγεται για την αλεπού· ἀλωπεκέη, Αττ. -κῆ (ενν. δορά), δέρμα, γούνα αλεπούς, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Middle Liddell

ἀλώπηξ
of a fox: ἀλωπεκέη, attic -κῆ (sub. δορά), a fox-skin, Hdt., Plut.