κλοπαῖος

From LSJ
Revision as of 08:42, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπαῖος Medium diacritics: κλοπαῖος Low diacritics: κλοπαίος Capitals: ΚΛΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: klopaîos Transliteration B: klopaios Transliteration C: klopaios Beta Code: klopai=os

English (LSJ)

α, ον, A stolen, πυρὸς πηγή A.Pr.110, cf.S.Ichn.76, E.Alc. 1035. 2 furtive, fraudulent, κλοπαίων τε καὶ βιαίων Pl.Lg.934c; ἀφανισμός D.H.2.71.

German (Pape)

[Seite 1456] gestohlen; θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν Aesch. Prom. 110; Eur. Alc. 1035; τὰ κλοπαῖα, heimlich, Plat. Legg. XI, 934 c; ἀφανισμός D. Hal. 2, 71; Poll. 8, 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπαῖος: -α, -ον, (κλὼψ) κλοπιμαῖος, «κλεμμένος», ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, πυρὸς πυγὴ Αἰσχύλ. Πρ. 110, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1035. 2) κλοπιμαῖος, λαθραῖος, Πλάτ. Νόμ. 934C, Διον. Ἁλ. 2. 71.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, dérobé.
Étymologie: κλοπή.

Greek Monolingual

κλοπαῖος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)
2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κλοπαῖος: -α, -ον (κλέπ-τω), κλοπιμαίος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen. diefstal betreffend:. κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας straffen voor alle soorten diefstal en geweldsdelicten Plat. Lg. 934c.

Russian (Dvoretsky)

κλοπαῖος: украденный (πυρὸς πηγή Aesch.); похищенный (γυνή Eur.): τὰ κλοπαῖα καὶ τὰ βίαια Plat. кражи и насилия.

Middle Liddell

κλοπαῖος, η, ον κλέπτω
stolen, Aesch., Eur.