εκπέμπω

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκπέμπω)
1. αποστέλλω, εξαποστέλλωεκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς»)
2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῦμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται ελεύθερα στον χώρο
2. μεταβιβάζω ήχο και εικόνα με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. φρ. «εκπέμπω σήμα κινδύνου» — αποστέλλω με τον ασύρματο σήμα κινδύνου και ζητώ βοήθεια
μσν.
1. (για βέλη) εκτοξεύω
2. στέλνω κάποιον με κακό σκοπό
αρχ.
1. απομακρύνω κάποιον από κάπουὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε»)
2. καλώ, προσκαλώ έξω («σ' αὐλείων πυλῶν ἐξέπεμπον»)
3. (για πράγματα) στέλνω σε ξένη χώρα («ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά»)
4. (για εμπορεύματα) εξάγω («τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι»).