επιτάφιος

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτάφιος, -ον και -ος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον τάφο, επιτύμβιος («επιτάφια στήλη, πλάκα» κ.λπ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον ενταφιασμό ή γίνεται κατά την ταφή, προς τιμή του νεκρού (α. «επιτάφιος λόγος» β. «Θουκυδίδης ἐπιτάφιόν τινα εἶπε τοῖς πρώτοις τοῦ πολέμου ἐκείνου νεκροῑς», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το επιτάφιο
επίγραμμα πάνω στον τάφο
2. φρ. «ο επιτάφιος (θρήνος)», η ακολουθία της κηδεύσεως του Χριστού που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
μσν.- νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο επιτάφιος
ιερό άμφιο με κεντημένη ή ζωγραφισμένη εικόνα της κηδεύσεως του Χριστού, που τοποθετείται μέσα σε κουβούκλιο την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής για προσκύνηση και περιφέρεται στους δρόμους («περιφορά του επιταφίου»)
2. το ίδιο το κουβούκλιο όπου τοποθετείται η εικόνα της κηδεύσεως του Χριστού τη Μεγάλη Παρασκευή
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτάφια
α) κηδεία, επικήδεια τελετή
β) επιτάφιος αγώνας
2. φρ. «ἐπιτάφιος σοφιστής» — αυτός που γράφει εγκωμιαστικούς λόγους για νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάφος.