πρόθυρο

From LSJ
Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

Greek Monolingual

το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α
(στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα
α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα της Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
β) ο πρόναος
γ) μτφ. πολύ κοντινός τόπος (α. «τα πρόθυρα της πόλης» β. «γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾱνος», Πίνδ.)
δ) μτφ. μικρό χρονικό διάστημα πριν από την εξέλιξη μιας κατάστασης, οι παραμονές (α. «η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής» β. «ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῡ προθύροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα, η εξώπορτα («στῆ δ'... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», Ομ. Ιλ.)
2. το υπόστεγο που βρισκόταν μπροστά από το μέγαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θυρον (< θύρα) πρβλ. παρά-θυρο].