ἐπιδικάσιμος

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδῐκάσιμος Medium diacritics: ἐπιδικάσιμος Low diacritics: επιδικάσιμος Capitals: ΕΠΙΔΙΚΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: epidikásimos Transliteration B: epidikasimos Transliteration C: epidikasimos Beta Code: e)pidika/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A to be claimed as one's right, J.AJ4.2.4; much sought for, Luc.Somn.9.

German (Pape)

[Seite 938] τινί, der Jemandes Sache vor Gericht führen kann, zur Unterstützung der Rechtsansprüche dienlich, Luc. Somn. 9; τινί, von Jem. beansprucht, Ios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.
Étymologie: ἐπιδικάζω.

Greek Monolingual

ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) επιδίκαση
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῖς βουλομένοις», Ιώσ.)
2. περιζήτητοςοὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῑς φοβερός», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδῐκάσιμος: (ᾰ) досл. защищающий на суде, перен. оказывающий помощь, полезный (φίλοις Luc.).