στήριγγα

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

η / στῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν
νεοελλ.
ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά της σκάλας του πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. πουντέλι
β) καθένας από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που είναι τοποθετημένοι κατά τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα ιστία και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε λειτουργία, κν. φουρκάς ή φουρκάδα
αρχ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα, αντηρίδα («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱ
ταῡτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος», Ξεν.)
2. η παρακερκίς
3. διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για την υποστήριξη του ρυμού της άμαξας, όταν δεν είναι ζευγμένα τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. στηρίζω, κατά τα σάλπιγξ, στρόφιγξ (βλ. και λ. στηρίζω)].