χώρημα

From LSJ
Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρημα Medium diacritics: χώρημα Low diacritics: χώρημα Capitals: ΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: chṓrēma Transliteration B: chōrēma Transliteration C: chorima Beta Code: xw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A space, room, Gp.4.1.16, PMag.Par.1.1087, Secund.Sent.15; cavity, τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: receptacle, c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.Marc.21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.

German (Pape)

[Seite 1387] τό, Raum, Spielraum, Platz, bes. Raum, Etwas zu fassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώρημα: τό, τόπος, χῶρος, διάστημα, Γεωπον. 4. 1, 16· μάλιστα, θήκη χωροῦσά τι, μετὰ γεν., χώρημά ἐστι (τὸ χόριον) τοῦ ἐμβρύου Γαλην. τ. 19, 454, 17.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ χωρῶ
(κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων.
β. «χώρημα τοῦ πονηροῡ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.)
αρχ.
1. κοιλότητα
2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα («χώρημά ἐστι [τὸ χόριον] τοῦ ἐμβρύου», Γαλ.).