εναντιώνομαι

From LSJ
Revision as of 16:27, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

και εναντιούμαι (-όομαι) (AM ἐναντιοῦμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω)
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.)
μσν.
Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω
1. είμαι αντίθετος
2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
3. αποκρούω, αντιστέκομαι
ΙΙ. μέσ. α) (μτβ.) αμφισβητώ
παραβαίνω
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
β) (αμτβ.)
1. φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
2. αντιστέκομαι
3. διαμαρτύρομαι, αγανακτώ
αρχ.
1. έχω αντίθετη ή διαφορετική γνώμη, αντιλέγω
2. είμαι δυσμενής, στρέφομαι εναντίον κάποιου.