Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
μισθοποιοῦμαι, -έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, -έω)
μσν.
μισθοδοτώ, παρέχω μισθό
αρχ.
(το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μισθοποιός (< μισθός + -ποιός)].