μισθοποιούμαι

From LSJ
Revision as of 16:32, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

μισθοποιοῦμαι, -έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, -έω)
μσν.
μισθοδοτώ, παρέχω μισθό
αρχ.
(το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μισθοποιός (< μισθός + -ποιός)].