παλιώνω

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, -όω) παλιός / παλαιός]]
καθιστώ κάτι παλιό
νεοελλ.
1. γίνομαι παλιός
2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, -η, -ο
αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν
μσν.-αρχ.
παθ. παλαιοῦμαι, -όομαι
φθείρομαι, γίνομαι άχρηστος
αρχ.
1. καταργώ νόμο
2. παθ. α) γερνώ
β) (για οίνο) είμαι ξεθυμασμένος
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ή αορ. ως ουσ.) το πεπαλαιωμένον ή παλαιωθέν
το παλιό.