τεσσαρακοστός

From LSJ
Revision as of 18:10, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρᾰκοστός Medium diacritics: τεσσαρακοστός Low diacritics: τεσσαρακοστός Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: tessarakostós Transliteration B: tessarakostos Transliteration C: tessarakostos Beta Code: tessarakosto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.). II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα): 1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.). 2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.

German (Pape)

[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Theils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ (μοῖρα)· 1) φόροςτέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκο-στός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].

Greek Monotonic

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), , τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρᾰκοστός: атт. τεττᾰρᾰκοστός 3 сороковой Thuc. etc.

Middle Liddell

τεσσᾰρᾰκοστός, ή, όν
I. fortieth, Lat. quadragesimus, Thuc.
II. τεσσαρακοστή μοῖρα, a fortieth, a coin of Chios, Thuc.