επερωτώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπερωτῶ, -άω)
νεοελλ.
υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία
αρχ.-μσν.
ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.)
μσν.
(νομ.) συμφωνώ με ομολογία
αρχ.
1. ρωτώ
2. προβάλλω ερώτηση, υποβάλλω σε ψηφοφορία («τοὺς μὴ αἰτοῦντας μηδὲ λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», Δημοσθ.)
3. υπόσχομαι
4. υποβάλλω νέα ερώτηση
7. παρακαλώ κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῡ ἐπιδεῑξαι αὐτοῑς», ΚΔ).