ομαλότητα
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμαλότης) ομαλός
(ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα του ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῦ ἐνόπτρου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την έλλειψη έντονων κοινωνικών συγκρούσεων ή εκτροπών («μετά από τα τελευταία γεγονότα επανήλθε η ομαλότητα στη χώρα»)
αρχ.
1. ομαλή επιφάνεια γης, πεδιάδα
2. ισότητα, ισορροπία («ἐν μὲν ὁμαλότητι μηδέποτε ἐθέλειν κίνησιν ἐνεῑναι», Πλάτ.)
3. (για την ατμόσφαιρα) ύπαρξη κανονικής θερμοκρασίας
4. (για κίνηση) συμμετρία
5. (για σφυγμό) κανονικότητα
6. ισότητα («ἐξευπορεῖν ὁμαλότητα ταῑς οὐσίαις», Πλάτ.).