προσμαρτυρώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ
1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία
2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα
μσν.
εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την ύπαρξη ή την ιδιότητα κάποιου
αρχ.
1. καταγγέλλω με μαρτυρία
2. αφιερώνω σε κάποιον κάτιπάντα τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», Ιώσ.)
3. αστρολ. φαίνομαι και εγώ επίσης.