μελανθέα

From LSJ
Revision as of 08:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθέᾱ Medium diacritics: μελανθέα Low diacritics: μελανθέα Capitals: ΜΕΛΑΝΘΕΑ
Transliteration A: melanthéa Transliteration B: melanthea Transliteration C: melanthea Beta Code: melanqe/a

English (LSJ)

ἡ, A = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Ggstz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.

Greek Monolingual

μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδρο-θέα, πασι-θέα)].

Russian (Dvoretsky)

μελανθέᾱ:θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.