λήιτον

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek (Liddell-Scott)

λήιτον: τό, (λαός, λεὼς) δημόσιον ἀρχεῖον, ὡς ἐκάλουν αὐτὸ οἱ Ἀχαιοί, Ἡρόδ. 7. 197, ἔνθα ἴδε τὸν Bähr· ταὐτὸν τῷ παρ’ Ἀθηναίοις πρυτανείῳ, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 26, ὁ αὐτ. 2. 280Α. - Οὕτως ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει λάιον διὰ τοῦ ἀρχεῖον, καὶ λάιτα διὰ τοῦ δημόσιοι τόποι· λαιετόν, λαῖστρον παρὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. - Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει ληίτη, λῄτη, = ἱέρεια· πρβλ. λέιτος.

Greek Monolingual

λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α)
1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῦ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [[[λήϊτον]] δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.)
2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτοςλήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῦν Ἕλληνες καὶ λαὸν τὸ πλῆθος ὀνομάζουσιν», Πλούτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «λάϊτον
τὸ ἀρχεῑον» καὶ «λαΐτων
τῶν δημοσίων τόπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱός (ιων. ληός, αττ. λεώς) + επίθημα -ιτον (πρβλ. άλφ-ιτον, πόρφ-ιτον)].

Russian (Dvoretsky)

λήῐτον: τό
1) (у ахейцев) народный дом (соотв. «пратанею» в других греч. государствах) Her.;
2) общество, государство Plut.

Middle Liddell

λήιτον, ου, τό, λαός, λεώς
Achaean name for the town-hall or council-room, = Athen. πρυτανεῖον, Hdt., Plut.