ὁποσοσοῦν

From LSJ
Revision as of 14:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῦν , ὁποσηοῦν , ὁποσονοῦν(Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῦν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].

Russian (Dvoretsky)

ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.