ευλαβής

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐλαβής, -ές)
πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβήςἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές
α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.)
β) ο φόβος, το δέος προς τον θεό
γ) σύνεση, προσοχή, διάκριση («τὰ δ' ἀνδρεῑά γε αὖ πρὸς μὲν τὸ δίκαιον καὶ εὐλαβὲς ἐκείνων ἐπιδεέστερα», Πλάτ.)
2. (ως τιμητικός τίτλος) σεβάσμιος
αρχ.
1. αυτός που κρατάει κάτι καλά και στερεά (μτφ. «εὐλαβὴς πενία», Λουκιαν.)
2. αυτός που αναλαμβάνει κάτι με φρόνηση και προσοχή, ο διακριτικός, ο προσεκτικός («εὐλαβὴς περί τι», Πλούτ.)
3. αυτός που απέχει, που μένει μακριά από κάτι ή κάποιον, που αποφεύγει κάτι ή κάποιον
4. αυτός που φοβάται να κάνει κάτι, ο δειλός («εὐλαβὴς φαινόμενος καὶ δυσέλπιστος τότε πάντων», Πλούτ.)
5. αυτός που πιάνεται από κάποιον εύκολα, ο ευκολόπιαστος
6. αυτός τον οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κάποιος με προσοχή («ἡδονὰς εὐλαβεῑς», Πλούτ.).
επίρρ...
ευλαβώς (ΑΜ εὐλαβῶς, Μ και εὔλαβα)
1. με σεβασμό, με ευλάβεια
2. με προσοχή, προφυλακτικά, με σύνεση («εὐλαβέστερον διακεῖσθαι πρός τι», Πολ.)
αρχ.
στερεά, γερά («εὐλαβέστατα τὴν ῥοιὰν κατεῖχεν», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λαβής (< λαμβάνω)
πρβλ. μεσο-λαβής, οξυ-λαβής. Η αρχική σημασία «προνοητικός, σώφρων» εξελίχθηκε σε «θεοφοβούμενος»].