πλάγι

From LSJ
Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν
το πλευρικό μέρος του ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι του καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα πλάγια
η βουνοπλαγιά
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) πλάγια
πλαγίως, λοξά
3. φρ. α) «στο πλάι» ή «στο πλάγι» ή «πλά(γ)ι»
(με επιρρμ. σημ.) i) στο πλευρό κάποιου, παραπλεύρως
β) «με το πλάι» — με τη μια πλευρά
γ) «πλά(γ)ι-πλά(γ)ι» — δίπλα δίπλα
δ) «στέκομαι στο πλάι κάποιου»
μτφ. συμπαρίσταμαι σε κάποιον, είμαι αλληλέγγυος με κάποιον
αρχ.
1. γραμμ. ο πλάγιος λόγος
2. πιθ. τεχνικός όρος χρησιμοποιούμενος στη στρατολογία, στην καταγραφή τών εφήβων
3. (ως επίρρ.) πλάγιον
πλαγίως
4. στον πληθ. τὰ πλάγια
(στον Αριστοτ.) χαρακτηρισμός τών χωρών που βρίσκονταν κοντά στους ουράνιους πόλους, επειδή ήταν εγκάρσιες στην ημερήσια περιφορά
5. φρ. (με επιρρμ. σημ.) α) «έκ πλαγίων» — από τα πλευρά, πλευρικώς («ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς», ΠΔ)
β) «ἐπὶ τὸ πλάγιον» — προς τα πλευρά
γ) «έν τῷ πλαγίω» — στα πλευρά
δ) «πρόσθεν ή κατἀ τὰ πλάγια» — κατά μέτωπο ή πλευρικώς
δ) «εἴς [ἠ ἐς] τὸ πλάγιον» — πλαγίως, λοξά
στ) «τοῖς πλαγίοις ἐπέρχομαι»
στρ. προσβάλλω τα πλευρά, επιτίθεμαι πλευρικώς
ζ) «εἰς τὰ πλάγια παράγωπαραπέμπω
στρ. επιτίθεμαι στα πλευρά
η) «πλάγιον λαμβάνω τινά» — πλήττω κάποιον επιτιθέμενος πλευρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πλάγιος.