καμηλικός

From LSJ
Revision as of 14:34, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλικός Medium diacritics: καμηλικός Low diacritics: καμηλικός Capitals: ΚΑΜΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kamēlikós Transliteration B: kamēlikos Transliteration C: kamilikos Beta Code: kamhliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).

Greek Monolingual

καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.