ἡνιοχικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχικός Medium diacritics: ἡνιοχικός Low diacritics: ηνιοχικός Capitals: ΗΝΙΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniochikós Transliteration B: hēniochikos Transliteration C: iniochikos Beta Code: h(nioxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for driving, εἶδος Pl.Phdr.253csq.; χιτὼν ἡ. a driver's coat, Callix.2; στολή Jul.Or.3.122c: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Pl.Ion538b. Adv. -κῶς Eust.1303.35.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, im Wagen- u. Rosselenken geschickt, Eust.; ἡ ἡνιοχικὴ τέχνη, die Kunst, die Rosse zu lenken, Plat. Ion 538 b, vgl. Phaedr. 253 d; χιτῶνες ἡνιοχικοί, wie sie die Wagenlenker haben, Callixen. bei Ath. V, 200 f. – Adv., Eust. 1303, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, ἵππος Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cocher ; ἡ ἡνιοχική (τέχνη) l’art de conduire un char.
Étymologie: ἡνίοχος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡνιοχικός, -ή, -όν) ηνίοχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική
η τέχνη του να διευθύνει κάποιος άρμα
μσν.-αρχ.
ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο επιδέξιος στο να οδηγεί άρμα («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡνιοχική
η τέχνη του ηνιόχου.
επίρρ...
ἡνιοχικῶς (Μ)
με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου.

Greek Monotonic

ἡνιοχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την οδήγηση (ἡνιοχεία), σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της οδήγησης άρματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχικός: обладающий мастерством возницы (εἶδος ψυχῆς Plat.).

Middle Liddell

ἡνιοχικός, ή, όν
of or for driving, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of driving, Plat.