ῥίψασπις

From LSJ
Revision as of 18:41, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίψασπις Medium diacritics: ῥίψασπις Low diacritics: ρίψασπις Capitals: ΡΙΨΑΣΠΙΣ
Transliteration A: rhípsaspis Transliteration B: rhipsaspis Transliteration C: ripsaspis Beta Code: r(i/yaspis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, A throwing away one's shield in battle, craven, Ar.Nu.353, Pax1186, Pl.Lg.944b.

German (Pape)

[Seite 845] ιδος, Schildwegwerfer, der in der Schlacht den Schild Wegwerfende und Entfliehende; Ar. Nubb. 352 Pax 1152; ἀνδρὶ ῥιψάσπιδι, Plat. Legg. XII, 944 b; Plut. Pelop. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίψασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ῥίπτων τὴν ἑαυτοῦ ἀσπίδα ἐν τῇ μάχῃ, δειλός, Ἀριστοφ. Νεφ. 353, Εἰρ. 1186, Πλάτ. Νόμ. 944Β. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥίψασπις· ὁ ἐν τῷ πολέμῳ τὰ ὅπλα ῥίψας ἐκ φόβου, δειλός».

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
le lâche qui jette son bouclier pour s’enfuir.
Étymologie: ῥίπτω, ἀσπίς.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο
2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρ-ασπις, φέρ-ασπις)].

Greek Monotonic

ῥίψασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, δειλός, άνανδρος, αποστάτης, προδότης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίψασπις: ῐδος ὁ и ἡ бросающий свой щит, т. е. дезертир Arph., Plat., Plut.

Middle Liddell

ῥίψασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
throwing away his shield in battle, a recreant, Ar.