ἱεράομαι

From LSJ
Revision as of 14:37, 10 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεράομαι Medium diacritics: ἱεράομαι Low diacritics: ιεράομαι Capitals: ΙΕΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hieráomai Transliteration B: hieraomai Transliteration C: ieraomai Beta Code: i(era/omai

English (LSJ)

Ion. ἱρ-, fut. ἱεράσομαι [ᾱ] J.AJ4.2.3; Ion.
A ἱερήσομαι SIG 1003 (Priene, ii B.C.): aor. ἱερησάμην ib.708.34 (Istropolis, ii B.C.); pf. part. ἱερημένος ib.5:—Pass., aor. 1 part. ἱεραθεῖσα Philol.71.41 (Delph.):—to be a priest or be a priestess, θεοῦ Hdt.2.35, cf. SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.),al.; θεᾶς D.H.2.19; θεῷ Paus.6.11.2, cf. Philol. l.c.: abs., Th.2.2, Ph.2.157, al.; c. acc. cogn., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin.1.19 (v.l. ἱερώσασθαι): freq. in Inscrr., ἱερασάμενος τῇ πατρίδι CIG4069 (Ancyra), etc.; cf. ἱερόω.

German (Pape)

[Seite 1240] ion. ἱράομαι, dep. med., Priester oder Priesterinn sein; θεοῦ, eines Gottes, Her. 2, 35; absol., Thuc. 2, 2; ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aesch. 1, 19; ἱερᾶσθαι καὶ ἄρχειν D. Hal. 2, 19 u. sonst. – Die VLL. haben auch eine Form ἱεράτω, die sie κατὰ νόμον ὀργιαζέτω καὶ θυέτω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεράομαι: Ἰων. ἱράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Παθ., εἶμαι ἱερεὺς ἢ ἱέρεια, θεοῦ Ἡρόδ. 2. 35, 37· θεῷ Παυσ. 6. 11, 2· ἀπολ., Θουκ. 2. 2· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Αἰσχίν. 3. 33· ἱρασάμενος τῇ πατρίδι κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. ― ἱερεώσατο (= ἱεράσατο), Ἐπιγρ. Πειραιῶς CIA. ΙΙ. 613. ― ἱερεωμένης, ἱερείας οὔσης, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθηναίου τόμ. Η΄, σ. 237.

French (Bailly abrégé)

v. ἱεράω.

Greek Monotonic

ἱεράομαι: Ιων. ἱράομαι, μέλ. -άσομαι [ᾱ] (ἱερεύς, ἱέρεια) — Παθ., είμαι ιερέας ή ιέρεια, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεράομαι: ион. ἱράομαι быть членом жреческой коллегии, состоять при храме жрецом или жрицей (ἱ. θεοῦ Her., Plut.; πεντήκοντα ἔτη Thuc.): ἱερωσύνην ἱεράσασθαι Aeschin. иметь сан жреца.

Middle Liddell

ἱεράομαι, ἱερεύς, ἵερεια]
Pass. to be a priest or priestess, Hdt., Thuc.