μεσόκωλον

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόκωλον Medium diacritics: μεσόκωλον Low diacritics: μεσόκωλον Capitals: ΜΕΣΟΚΩΛΟΝ
Transliteration A: mesókōlon Transliteration B: mesokōlon Transliteration C: mesokolon Beta Code: meso/kwlon

English (LSJ)

τό, A middle of a limb, Sor.Fasc. 55. II in pl., part of the μεσεντέριον next to the κῶλον, Hp.Oss. 1, Epid.6.4.6: sg., Gal.17(2).134.

German (Pape)

[Seite 138] τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόκωλον: τό, τὸ μέρος τοῦ μεσεντερίου τὸ μετὰ τὸ κῶλον, Ἱππ. 274. 15.

Greek Monolingual

μεσόκωλον, τὸ (Α)
1. το μέσο του κώλου, του μέλους
2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα
το τμήμα του μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον.