τηλόθι

From LSJ
Revision as of 12:24, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλόθῐ Medium diacritics: τηλόθι Low diacritics: τηλόθι Capitals: ΤΗΛΟΘΙ
Transliteration A: tēlóthi Transliteration B: tēlothi Transliteration C: tilothi Beta Code: thlo/qi

English (LSJ)

Adv. A = τῆλε, τηλοῦ, afar, at a distance, Od.1.22, Il.8.285, al., Theoc.24.116 codd.: c. gen., τηλόθι πάτρης Il.1.30, al.; νηῶν Q.S.14.410.

German (Pape)

[Seite 1107] adv., = τῆλε, τηλοῦ, fern; Il. 16, 461 u. oft; τὸν καὶ τηλόθ' ἐόντα, 8, 285, wie Αἰθίοπας τηλόθ' ἐόντας, Od. 1, 22; auch c. gen., τηλόθι πάτρης, fern von der Heimath, Il. 1, 30; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τηλόθῐ: Ἐπίρρ. = τῆλε, τηλοῦ, μακράν, ἐν σημείῳ μακρὰν ἀπέχοντι, Ὀδ. Α. 22, Ἰλ. Θ. 285, κ. ἀλλ., Θεόκρ. 24. 114 - μετὰ γεν., τηλόθι πάτρης Ἰλ. Α. 30, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 au loin;
2 loin de, gén..
Étymologie: *τηλός, -θι.

English (Autenrieth)

far away; w. gen., far from, Il. 1.30.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινό σημείο ή χώρα («ἐν Ἄργεϊ τηλόθι πάτρης», Ομ,Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχ-όθι].

Greek Monotonic

τηλόθῐ: επίρρ., = τῆλε, τηλοῦ, σε Όμηρ.· με γεν., τηλόθι πάτρης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλόθῐ:
I adv. далеко Hom., Theocr.
II praep. cum gen. далеко (вдали) от (τ. πάτρης Hom.).

Middle Liddell

= τῆλε, τηλοῦ, Hom.]
c. gen., τηλόθι πάτρης Il.